εξακριβωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξακριβωμένος η εξακριβωμένη το εξακριβωμένο
      γενική του εξακριβωμένου της εξακριβωμένης του εξακριβωμένου
    αιτιατική τον εξακριβωμένο την εξακριβωμένη το εξακριβωμένο
     κλητική εξακριβωμένε εξακριβωμένη εξακριβωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξακριβωμένοι οι εξακριβωμένες τα εξακριβωμένα
      γενική των εξακριβωμένων των εξακριβωμένων των εξακριβωμένων
    αιτιατική τους εξακριβωμένους τις εξακριβωμένες τα εξακριβωμένα
     κλητική εξακριβωμένοι εξακριβωμένες εξακριβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξακριβωμένος < αρχαία ελληνική ἐξηκριβωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξακριβόω

Μετοχή[επεξεργασία]

εξακριβωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]