εξακριβωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξακριβωτικός < εξακριβώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξακριβωτικός, -ή, -ό
- που χρησιμεύει στην εξακρίβωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξακριβώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξακριβωτικός
|