Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξακριβώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξακριβώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξακριβ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξακριβόω (ἐξ- + ἀκριβόω) + -ώνω.  και δείτε τις λέξεις ἀκριβής και ακριβής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksa.kɾiˈvo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξακριβώνω
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξακριβώνω

εξακριβώνω, αόρ.: εξακρίβωσα, παθ.φωνή: εξακριβώνομαι, π.αόρ.: εξακριβώθηκα, μτχ.π.π.: εξακριβωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις εξ και ακριβής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]