εξακριβώνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξακριβώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξακριβ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξακριβόω (ἐξ- + ἀκριβόω) + -ώνω. → και δείτε τις λέξεις ἀκριβής και ακριβής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksa.kɾiˈvo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐κρι‐βώ‐νω
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εξ‐α‐κρι‐βώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]εξακριβώνω, αόρ.: εξακρίβωσα, παθ.φωνή: εξακριβώνομαι, π.αόρ.: εξακριβώθηκα, μτχ.π.π.: εξακριβωμένος
- διαπιστώνω, ελέγχω, επαληθεύω
- υποβάλλω κάποιον/κάτι σε λεπτομερή έλεγχο για να διαπιστώσω και να προσδιορίσω την ακρίβειά του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξακριβώνω | εξακρίβωνα | θα εξακριβώνω | να εξακριβώνω | εξακριβώνοντας | |
β' ενικ. | εξακριβώνεις | εξακρίβωνες | θα εξακριβώνεις | να εξακριβώνεις | εξακρίβωνε | |
γ' ενικ. | εξακριβώνει | εξακρίβωνε | θα εξακριβώνει | να εξακριβώνει | ||
α' πληθ. | εξακριβώνουμε | εξακριβώναμε | θα εξακριβώνουμε | να εξακριβώνουμε | ||
β' πληθ. | εξακριβώνετε | εξακριβώνατε | θα εξακριβώνετε | να εξακριβώνετε | εξακριβώνετε | |
γ' πληθ. | εξακριβώνουν(ε) | εξακρίβωναν εξακριβώναν(ε) |
θα εξακριβώνουν(ε) | να εξακριβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξακρίβωσα | θα εξακριβώσω | να εξακριβώσω | εξακριβώσει | ||
β' ενικ. | εξακρίβωσες | θα εξακριβώσεις | να εξακριβώσεις | εξακρίβωσε | ||
γ' ενικ. | εξακρίβωσε | θα εξακριβώσει | να εξακριβώσει | |||
α' πληθ. | εξακριβώσαμε | θα εξακριβώσουμε | να εξακριβώσουμε | |||
β' πληθ. | εξακριβώσατε | θα εξακριβώσετε | να εξακριβώσετε | εξακριβώστε | ||
γ' πληθ. | εξακρίβωσαν εξακριβώσαν(ε) |
θα εξακριβώσουν(ε) | να εξακριβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξακριβώσει | είχα εξακριβώσει | θα έχω εξακριβώσει | να έχω εξακριβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξακριβώσει | είχες εξακριβώσει | θα έχεις εξακριβώσει | να έχεις εξακριβώσει | έχε εξακριβωμένο | |
γ' ενικ. | έχει εξακριβώσει | είχε εξακριβώσει | θα έχει εξακριβώσει | να έχει εξακριβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξακριβώσει | είχαμε εξακριβώσει | θα έχουμε εξακριβώσει | να έχουμε εξακριβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξακριβώσει | είχατε εξακριβώσει | θα έχετε εξακριβώσει | να έχετε εξακριβώσει | έχετε εξακριβωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εξακριβώσει | είχαν εξακριβώσει | θα έχουν εξακριβώσει | να έχουν εξακριβώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξακριβωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξακριβωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξακριβωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξακριβωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξακριβώνομαι | εξακριβωνόμουν(α) | θα εξακριβώνομαι | να εξακριβώνομαι | ||
β' ενικ. | εξακριβώνεσαι | εξακριβωνόσουν(α) | θα εξακριβώνεσαι | να εξακριβώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εξακριβώνεται | εξακριβωνόταν(ε) | θα εξακριβώνεται | να εξακριβώνεται | ||
α' πληθ. | εξακριβωνόμαστε | εξακριβωνόμαστε εξακριβωνόμασταν |
θα εξακριβωνόμαστε | να εξακριβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξακριβώνεστε | εξακριβωνόσαστε εξακριβωνόσασταν |
θα εξακριβώνεστε | να εξακριβώνεστε | (εξακριβώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξακριβώνονται | εξακριβώνονταν εξακριβωνόντουσαν |
θα εξακριβώνονται | να εξακριβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξακριβώθηκα | θα εξακριβωθώ | να εξακριβωθώ | εξακριβωθεί | ||
β' ενικ. | εξακριβώθηκες | θα εξακριβωθείς | να εξακριβωθείς | εξακριβώσου | ||
γ' ενικ. | εξακριβώθηκε | θα εξακριβωθεί | να εξακριβωθεί | |||
α' πληθ. | εξακριβωθήκαμε | θα εξακριβωθούμε | να εξακριβωθούμε | |||
β' πληθ. | εξακριβωθήκατε | θα εξακριβωθείτε | να εξακριβωθείτε | εξακριβωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξακριβώθηκαν εξακριβωθήκαν(ε) |
θα εξακριβωθούν(ε) | να εξακριβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξακριβωθεί | είχα εξακριβωθεί | θα έχω εξακριβωθεί | να έχω εξακριβωθεί | εξακριβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξακριβωθεί | είχες εξακριβωθεί | θα έχεις εξακριβωθεί | να έχεις εξακριβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξακριβωθεί | είχε εξακριβωθεί | θα έχει εξακριβωθεί | να έχει εξακριβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξακριβωθεί | είχαμε εξακριβωθεί | θα έχουμε εξακριβωθεί | να έχουμε εξακριβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξακριβωθεί | είχατε εξακριβωθεί | θα έχετε εξακριβωθεί | να έχετε εξακριβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξακριβωθεί | είχαν εξακριβωθεί | θα έχουν εξακριβωθεί | να έχουν εξακριβωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξακριβωμένος - είμαστε, είστε, είναι εξακριβωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξακριβωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξακριβωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξακριβωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξακριβωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξακριβωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξακριβωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)