εξαλλαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαλλαγή < αρχαία ελληνική ἐξαλλαγή < ἐξαλλάσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξαλλαγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαλλάσσω, η ριζική μεταβολή και αλλαγή
- (ειδικότερα) (ιατρική) η δημιουργία κακοήθους όγκου από καλοήθη ή από φυσιολογικό ιστό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαλλαγή
|