εξαλλοίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαλλοίωση | οι | εξαλλοιώσεις |
γενική | της | εξαλλοίωσης* | των | εξαλλοιώσεων |
αιτιατική | την | εξαλλοίωση | τις | εξαλλοιώσεις |
κλητική | εξαλλοίωση | εξαλλοιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαλλοιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαλλοίωση < εξ- + αλλοίωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξαλλοίωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαλλοίωση