εξαμβλωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαμβλωματικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που μοιάζει με εξάμβλωμα
- (μεταφορικά) που τρομάζει με την εμφάνισή του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαμβλωματικός
|