εξαμερικανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαμερικανίζω < εξ- + αμερικανίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksa.me.ɾi.kaˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐με‐ρι‐κα‐νί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαμερικανίζω
- μεταβάλω τον χαρακτήρα κάποιου σε αμερικανικό
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαμερικανίζω | εξαμερικάνιζα | θα εξαμερικανίζω | να εξαμερικανίζω | εξαμερικανίζοντας | |
β' ενικ. | εξαμερικανίζεις | εξαμερικάνιζες | θα εξαμερικανίζεις | να εξαμερικανίζεις | εξαμερικάνιζε | |
γ' ενικ. | εξαμερικανίζει | εξαμερικάνιζε | θα εξαμερικανίζει | να εξαμερικανίζει | ||
α' πληθ. | εξαμερικανίζουμε | εξαμερικανίζαμε | θα εξαμερικανίζουμε | να εξαμερικανίζουμε | ||
β' πληθ. | εξαμερικανίζετε | εξαμερικανίζατε | θα εξαμερικανίζετε | να εξαμερικανίζετε | εξαμερικανίζετε | |
γ' πληθ. | εξαμερικανίζουν(ε) | εξαμερικάνιζαν εξαμερικανίζαν(ε) |
θα εξαμερικανίζουν(ε) | να εξαμερικανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαμερικάνισα | θα εξαμερικανίσω | να εξαμερικανίσω | εξαμερικανίσει | ||
β' ενικ. | εξαμερικάνισες | θα εξαμερικανίσεις | να εξαμερικανίσεις | εξαμερικάνισε | ||
γ' ενικ. | εξαμερικάνισε | θα εξαμερικανίσει | να εξαμερικανίσει | |||
α' πληθ. | εξαμερικανίσαμε | θα εξαμερικανίσουμε | να εξαμερικανίσουμε | |||
β' πληθ. | εξαμερικανίσατε | θα εξαμερικανίσετε | να εξαμερικανίσετε | εξαμερικανίστε | ||
γ' πληθ. | εξαμερικάνισαν εξαμερικανίσαν(ε) |
θα εξαμερικανίσουν(ε) | να εξαμερικανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαμερικανίσει | είχα εξαμερικανίσει | θα έχω εξαμερικανίσει | να έχω εξαμερικανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαμερικανίσει | είχες εξαμερικανίσει | θα έχεις εξαμερικανίσει | να έχεις εξαμερικανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαμερικανίσει | είχε εξαμερικανίσει | θα έχει εξαμερικανίσει | να έχει εξαμερικανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαμερικανίσει | είχαμε εξαμερικανίσει | θα έχουμε εξαμερικανίσει | να έχουμε εξαμερικανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαμερικανίσει | είχατε εξαμερικανίσει | θα έχετε εξαμερικανίσει | να έχετε εξαμερικανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαμερικανίσει | είχαν εξαμερικανίσει | θα έχουν εξαμερικανίσει | να έχουν εξαμερικανίσει |
|
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαμερικανίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- εξαμερικανίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)