εξαναγκάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξαναγκάζομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξαναγκάζομαι, π.αόρ.: εξαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: εξαναγκασμένος