εξανδραποδισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξανδραποδισμένος η εξανδραποδισμένη το εξανδραποδισμένο
      γενική του εξανδραποδισμένου της εξανδραποδισμένης του εξανδραποδισμένου
    αιτιατική τον εξανδραποδισμένο την εξανδραποδισμένη το εξανδραποδισμένο
     κλητική εξανδραποδισμένε εξανδραποδισμένη εξανδραποδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξανδραποδισμένοι οι εξανδραποδισμένες τα εξανδραποδισμένα
      γενική των εξανδραποδισμένων των εξανδραποδισμένων των εξανδραποδισμένων
    αιτιατική τους εξανδραποδισμένους τις εξανδραποδισμένες τα εξανδραποδισμένα
     κλητική εξανδραποδισμένοι εξανδραποδισμένες εξανδραποδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξανδραποδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξανδραποδίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

εξανδραποδισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξανδραποδίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]