εξανεμίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξανεμίζομαι < εξανεμίζω + -ομαι < → δείτε τη λέξη εξανεμίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εξανεμίζομαι

  1. μέση και παθητική μορφή του: εξανεμίζω
    • ξοδεύομαι άσκοπα
      ολόκληρες περιουσίες εξανεμίστηκαν στο χρηματιστήριο
    • (κατ’ επέκταση) εξαφανίζομαι
      μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εξανεμίστηκε κάθε ελπίδα για επιστροφή των χρημάτων τους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]