εξαντλημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαντλημένος η εξαντλημένη το εξαντλημένο
      γενική του εξαντλημένου της εξαντλημένης του εξαντλημένου
    αιτιατική τον εξαντλημένο την εξαντλημένη το εξαντλημένο
     κλητική εξαντλημένε εξαντλημένη εξαντλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαντλημένοι οι εξαντλημένες τα εξαντλημένα
      γενική των εξαντλημένων των εξαντλημένων των εξαντλημένων
    αιτιατική τους εξαντλημένους τις εξαντλημένες τα εξαντλημένα
     κλητική εξαντλημένοι εξαντλημένες εξαντλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαντλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαντλώ, εξαντλούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

εξαντλημένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]