εξαντλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαντλώ < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ < ἀντλέω < ἄντλος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική épuiser)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ε.ksanˈdlɔ/
- συλλαβισμός : ε‐ξα‐ντλώ
- παλαιός συλλαβισμός : εξ‐αν‐τλώ
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαντλώ (παθητική φωνή: εξαντλούμαι)
- τελειώνω κάποια πράγματα, επειδή τα κατανάλωσα ή τα χρησιμοποίησα
- μειώνω κάτι υπέρμετρα μέχρις εξαφανίσεως
- εξασθενώ, μειώνω την αντοχή
- πραγματεύομαι ή ερευνώ αναλυτικά
[επεξεργασία]
- ανεξάντλητα
- ανεξάντλητος
- εξαντλημένος
- εξάντληση
- εξαντλητικά
- εξαντλητικός
- → δείτε τις λέξεις εξ και αντλώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|