Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξαντλώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐξαντλῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαντλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ < ἀντλέω < ἄντλος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική épuiser)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksandˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαντλώ
παλιότερος συλλαβισμός: εξαντλώ

εξαντλώ, αόρ.: εξάντλησα, παθ.φωνή: εξαντλούμαι, π.αόρ.: εξαντλήθηκα, μτχ.π.π.: εξαντλημένος

  1. τελειώνω κάποια πράγματα, επειδή τα κατανάλωσα ή τα χρησιμοποίησα
  2. μειώνω κάτι υπέρμετρα μέχρις εξαφανίσεως
    εξαντλήθηκαν τα αποθέματα τροφίμων
    η υπομονή μου εξαντλείται
  3. εξασθενώ, μειώνω την αντοχή
      εξαντλήθηκα από την πολύωρη πεζοπορία
  4. πραγματεύομαι ή ερευνώ αναλυτικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις εξ και αντλώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]