εξαπατάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαπατάω < αρχαία ελληνική ἐξαπατάω / ἐξαπατῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksa.paˈta.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαπατάω (παθητική φωνή: εξαπατώμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]