εξαπλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλόω -ἐξαπλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]εξαπλώνω, παθητικό εξαπλώνομαι, παθ.μτχ εξαπλωμένος
- ενεργώ έτσι ώστε ένα σύνολο ανθρώπων, πραγμάτων, ιδεών κλπ να εμφανίζεται σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση
- (για ιδέες, αντιλήψεις κλπ) διαδίδω σε μεγαλύτερο κοινό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαπλώνω | εξάπλωνα | θα εξαπλώνω | να εξαπλώνω | εξαπλώνοντας | |
β' ενικ. | εξαπλώνεις | εξάπλωνες | θα εξαπλώνεις | να εξαπλώνεις | εξάπλωνε | |
γ' ενικ. | εξαπλώνει | εξάπλωνε | θα εξαπλώνει | να εξαπλώνει | ||
α' πληθ. | εξαπλώνουμε | εξαπλώναμε | θα εξαπλώνουμε | να εξαπλώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαπλώνετε | εξαπλώνατε | θα εξαπλώνετε | να εξαπλώνετε | εξαπλώνετε | |
γ' πληθ. | εξαπλώνουν(ε) | εξάπλωναν εξαπλώναν(ε) |
θα εξαπλώνουν(ε) | να εξαπλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάπλωσα | θα εξαπλώσω | να εξαπλώσω | εξαπλώσει | ||
β' ενικ. | εξάπλωσες | θα εξαπλώσεις | να εξαπλώσεις | εξάπλωσε | ||
γ' ενικ. | εξάπλωσε | θα εξαπλώσει | να εξαπλώσει | |||
α' πληθ. | εξαπλώσαμε | θα εξαπλώσουμε | να εξαπλώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαπλώσατε | θα εξαπλώσετε | να εξαπλώσετε | εξαπλώστε | ||
γ' πληθ. | εξάπλωσαν εξαπλώσαν(ε) |
θα εξαπλώσουν(ε) | να εξαπλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαπλώσει | είχα εξαπλώσει | θα έχω εξαπλώσει | να έχω εξαπλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαπλώσει | είχες εξαπλώσει | θα έχεις εξαπλώσει | να έχεις εξαπλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαπλώσει | είχε εξαπλώσει | θα έχει εξαπλώσει | να έχει εξαπλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαπλώσει | είχαμε εξαπλώσει | θα έχουμε εξαπλώσει | να έχουμε εξαπλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαπλώσει | είχατε εξαπλώσει | θα έχετε εξαπλώσει | να έχετε εξαπλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαπλώσει | είχαν εξαπλώσει | θα έχουν εξαπλώσει | να έχουν εξαπλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαπλώνομαι | εξαπλωνόμουν(α) | θα εξαπλώνομαι | να εξαπλώνομαι | ||
β' ενικ. | εξαπλώνεσαι | εξαπλωνόσουν(α) | θα εξαπλώνεσαι | να εξαπλώνεσαι | (εξαπλώνου) | |
γ' ενικ. | εξαπλώνεται | εξαπλωνόταν(ε) | θα εξαπλώνεται | να εξαπλώνεται | ||
α' πληθ. | εξαπλωνόμαστε | εξαπλωνόμαστε εξαπλωνόμασταν |
θα εξαπλωνόμαστε | να εξαπλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαπλώνεστε | εξαπλωνόσαστε εξαπλωνόσασταν |
θα εξαπλώνεστε | να εξαπλώνεστε | (εξαπλώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξαπλώνονται | εξαπλώνονταν εξαπλωνόντουσαν |
θα εξαπλώνονται | να εξαπλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαπλώθηκα | θα εξαπλωθώ | να εξαπλωθώ | εξαπλωθεί | ||
β' ενικ. | εξαπλώθηκες | θα εξαπλωθείς | να εξαπλωθείς | εξαπλώσου | ||
γ' ενικ. | εξαπλώθηκε | θα εξαπλωθεί | να εξαπλωθεί | |||
α' πληθ. | εξαπλωθήκαμε | θα εξαπλωθούμε | να εξαπλωθούμε | |||
β' πληθ. | εξαπλωθήκατε | θα εξαπλωθείτε | να εξαπλωθείτε | εξαπλωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξαπλώθηκαν εξαπλωθήκαν(ε) |
θα εξαπλωθούν(ε) | να εξαπλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαπλωθεί | είχα εξαπλωθεί | θα έχω εξαπλωθεί | να έχω εξαπλωθεί | εξαπλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαπλωθεί | είχες εξαπλωθεί | θα έχεις εξαπλωθεί | να έχεις εξαπλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαπλωθεί | είχε εξαπλωθεί | θα έχει εξαπλωθεί | να έχει εξαπλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαπλωθεί | είχαμε εξαπλωθεί | θα έχουμε εξαπλωθεί | να έχουμε εξαπλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαπλωθεί | είχατε εξαπλωθεί | θα έχετε εξαπλωθεί | να έχετε εξαπλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαπλωθεί | είχαν εξαπλωθεί | θα έχουν εξαπλωθεί | να έχουν εξαπλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξαπλωμένος - είμαστε, είστε, είναι εξαπλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξαπλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξαπλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξαπλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξαπλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξαπλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξαπλωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαπλώνω
|