εξαπλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλόω -ἐξαπλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαπλώνω, παθητικό εξαπλώνομαι, παθ.μτχ εξαπλωμένος

  1. ενεργώ έτσι ώστε ένα σύνολο ανθρώπων, πραγμάτων, ιδεών κλπ να εμφανίζεται σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση
  2. (για ιδέες, αντιλήψεις κλπ) διαδίδω σε μεγαλύτερο κοινό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]