Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξαποστειλάριο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξαποστειλάριο τα εξαποστειλάρια
      γενική του εξαποστειλαρίου
& εξαποστειλάριου
των εξαποστειλαρίων
    αιτιατική το εξαποστειλάριο τα εξαποστειλάρια
     κλητική εξαποστειλάριο εξαποστειλάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαποστειλάριο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξαποστειλάριον < (ελληνιστική κοινή) ἐξαποστέλλω < αρχαία ελληνική ἐξαποστέλλομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξαποστειλάριο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]