Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξαρτιέμαι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαρτιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαρτώ

εξαρτιέμαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]