εξαρτύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαρτύζω < αρχαία ελληνική ἐξαρτύω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαρτύζω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αρματώνω καράβι, το εξοπλίζω με τον κατάλληλο εξοπλισμό, εξαρτήματα ή άλλα όργανα