εξαρχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαρχικός η εξαρχική το εξαρχικό
      γενική του εξαρχικού της εξαρχικής του εξαρχικού
    αιτιατική τον εξαρχικό την εξαρχική το εξαρχικό
     κλητική εξαρχικέ εξαρχική εξαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαρχικοί οι εξαρχικές τα εξαρχικά
      γενική των εξαρχικών των εξαρχικών των εξαρχικών
    αιτιατική τους εξαρχικούς τις εξαρχικές τα εξαρχικά
     κλητική εξαρχικοί εξαρχικές εξαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαρχικός < εξαρχ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξαρχικός

  • ο σχετικός με εξαρχία
    ※ Aυτές οι πληθυσμιακές ομάδες μαζί με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς που μετείχαν της ελληνικής παιδείας και ήταν ενταγμένοι στην Εκκλησία της Kωνσταντινούπολης έγιναν ο στόχος ισχυρών και από ένα σημείο και μετά βίαιων πιέσεων για τις εκκλησιαστικές τους επιλογές από την εξαρχική πλευρά. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]