εξασφαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξασφαλισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξασφαλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εξασφαλισμένος, -η, -ο
- που έχει εξασφαλιστεί