εξασφαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξασφαλιστικός < εξασφαλίζω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξασφαλιστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην εξασφάλιση
- εξασφαλιστικά μέτρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εξασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξασφαλιστικός
|