εξατομικευμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξατομικευμένα < εξατομικευμέν(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξατομικευμένα
- με εξατομικευμένο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξατομικευμένα