εξατομικευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξατομικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξατομικεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξατομικευμένος, -η, -ο
- που έχει εξατομικευτεί ώστε να ταιριάζει σε κάθε περίπτωση, σε κάθε άτομο
- ※ [...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξατομικευμένος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 8.1 Εξατομίκευση του Git - Διαμόρφωση Git. Πρόσβαση 2020-12-08.