εξατομικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξατομικεύω < εξ- + ατομικ(ός) + -εύω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική individualiser

Ρήμα[επεξεργασία]

εξατομικεύω, αόρ.: εξατομίκευσα, παθ.φωνή: εξατομικεύομαι, π.αόρ.: εξατομικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξατομικευμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]