εξαχρειώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαχρειώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαχρειόω / ἐξαχρειῶ < αρχαία ελληνική ἀχρεῖος
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαχρειώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαχρειώνω | εξαχρείωνα | θα εξαχρειώνω | να εξαχρειώνω | εξαχρειώνοντας | |
β' ενικ. | εξαχρειώνεις | εξαχρείωνες | θα εξαχρειώνεις | να εξαχρειώνεις | εξαχρείωνε | |
γ' ενικ. | εξαχρειώνει | εξαχρείωνε | θα εξαχρειώνει | να εξαχρειώνει | ||
α' πληθ. | εξαχρειώνουμε | εξαχρειώναμε | θα εξαχρειώνουμε | να εξαχρειώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαχρειώνετε | εξαχρειώνατε | θα εξαχρειώνετε | να εξαχρειώνετε | εξαχρειώνετε | |
γ' πληθ. | εξαχρειώνουν(ε) | εξαχρείωναν εξαχρειώναν(ε) |
θα εξαχρειώνουν(ε) | να εξαχρειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαχρείωσα | θα εξαχρειώσω | να εξαχρειώσω | εξαχρειώσει | ||
β' ενικ. | εξαχρείωσες | θα εξαχρειώσεις | να εξαχρειώσεις | εξαχρείωσε | ||
γ' ενικ. | εξαχρείωσε | θα εξαχρειώσει | να εξαχρειώσει | |||
α' πληθ. | εξαχρειώσαμε | θα εξαχρειώσουμε | να εξαχρειώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαχρειώσατε | θα εξαχρειώσετε | να εξαχρειώσετε | εξαχρειώστε | ||
γ' πληθ. | εξαχρείωσαν εξαχρειώσαν(ε) |
θα εξαχρειώσουν(ε) | να εξαχρειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαχρειώσει | είχα εξαχρειώσει | θα έχω εξαχρειώσει | να έχω εξαχρειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαχρειώσει | είχες εξαχρειώσει | θα έχεις εξαχρειώσει | να έχεις εξαχρειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαχρειώσει | είχε εξαχρειώσει | θα έχει εξαχρειώσει | να έχει εξαχρειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαχρειώσει | είχαμε εξαχρειώσει | θα έχουμε εξαχρειώσει | να έχουμε εξαχρειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαχρειώσει | είχατε εξαχρειώσει | θα έχετε εξαχρειώσει | να έχετε εξαχρειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαχρειώσει | είχαν εξαχρειώσει | θα έχουν εξαχρειώσει | να έχουν εξαχρειώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαχρειώνω
|