εξεγέρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ο εξεγέρτης (el) αρσενικό, ενικός
οι εξεγέρτες (el) αρσενικό, πληθυντικός
η εξεγέρτρια (el) θηλυκό, ενικός
οι εξεγέρτριες (el) θηλυκό, πληθυντικός
- αυτός που εξεγείρει άλλους
- οργανωτής, καθοδηγητής εξέγερσης - https://www.rizospastis.gr