εξεγείρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξεγείρομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξεγείρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ksɛ.ˈʝi.ɾɔ.mɛ/
Ρήμα[επεξεργασία]
εξεγείρομαι , πρτ.: εξεγειρόμουν, στ.μέλλ.: θα εξεγερθώ, αόρ.: εξεγέρθηκα, μτχ.π.π.: εξεγερμένος
- επαναστατώ, ξεσηκώνομαι
- θυμώνω
- παρακινούμαι να επαναστατήσω ή να αντιδράσω έντονα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξεγείρομαι