εξεγερτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξεγερτικός η εξεγερτική το εξεγερτικό
      γενική του εξεγερτικού της εξεγερτικής του εξεγερτικού
    αιτιατική τον εξεγερτικό την εξεγερτική το εξεγερτικό
     κλητική εξεγερτικέ εξεγερτική εξεγερτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξεγερτικοί οι εξεγερτικές τα εξεγερτικά
      γενική των εξεγερτικών των εξεγερτικών των εξεγερτικών
    αιτιατική τους εξεγερτικούς τις εξεγερτικές τα εξεγερτικά
     κλητική εξεγερτικοί εξεγερτικές εξεγερτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξεγερτικός < εξέγερση + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξεγερτικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]