εξεζητημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξεζητημένος < αρχαία ελληνική ἐξεζητημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐκζητέω/ἐκζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) (ελληνιστική κοινή) ἐξεζητημένως)
Μετοχή[επεξεργασία]
εξεζητημένος, -η, -ο
- που φροντίζει υπερβολικά να είναι τέλειος ή ασυνήθιστος
- παράξενος
- που προσποιείται
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξεζητημένος