Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξελίσσομαι

Από Βικιλεξικό


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξελίσσομαι < εξελίσσω < αρχαία ελληνική ἐξελίσσω

εξελίσσομαι , στ.μέλλ.: θα εξελιχτώ, αόρ.: εξελίχτηκα, μτχ.π.π.: εξελιγμένος

  1. ακολουθώ μια διαδικασία εξέλιξης
  2. βελτιώνω τις ικανότητές μου σε έναν τομέα
  3. ανέρχομαι σε υψηλότερες βαθμίδες επαγγελματικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]