εξελίσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξελίσσω < αρχαία ελληνική ἐξελίσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξελίσσω , πρτ.: εξέλισσα, στ.μέλλ.: θα εξελίξω, αόρ.: εξέλιξα, παθ.φωνή: εξελίσσομαι, μτχ.π.π.: εξελιγμένος