εξελιξιαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξελιξιαρχία θηλυκό
- φιλοσοφική θεωρία για την εξέλιξη του ανθρώπου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξελιξιαρχία