εξεργασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξεργασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξεργασία. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + εργασία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kseɾ.ɣaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξερ‐γα‐σί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ερ‐γα‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξεργασία θηλυκό
- (σπάνιο) συνώνυμο του επεξεργασία το αποτέλεσμα του εξεργάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξεργασία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)