εξετάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξετάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξετάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξετάζω
- θα εξετάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξετάζω