εξευρωπαϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξευρωπαϊσμός οι εξευρωπαϊσμοί
      γενική του εξευρωπαϊσμού των εξευρωπαϊσμών
    αιτιατική τον εξευρωπαϊσμό τους εξευρωπαϊσμούς
     κλητική εξευρωπαϊσμέ εξευρωπαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξευρωπαϊσμός < (εξευρωπαΐζω) εξευρωπαϊσ- + -μός (-ισμός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kse.vɾo.pa.iˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξευ‐ρω‐πα‐ϊ‐σμός
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ευ‐ρω‐πα‐ϊ‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξευρωπαϊσμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]