εξευτελίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εξευτελίζομαι, π.αόρ.: εξευτελίστηκα, μτχ.π.π.: εξευτελισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος εξευτελίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ξεφτελίζομαι (λαϊκότροπο) και γραφή με ξευ-
- ξεφτιλίζομαι (λαϊκότροπο)