εξευτελισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξευτελισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξευτελίζω
Προφορά
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]εξευτελισμένος αρσενικό (εξευτελισμένη θηλυκό, εξευτελισμένο ουδέτερο)
- που έχει εξευτελιστεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ξεφτελισμένος (λαϊκότροπο, και με ετυμολογική γραφή ξευ-)
- ξεφτιλισμένος (λαϊκότροπο, και με ετυμολογική γραφή ξευ-)