εξευτελιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξευτελιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]εξευτελιστικός
- που εξευτελίζει, προσβλητικός
- πάρα πολύ μικρός
- έχει μεγάλη ανάγκη και πουλάει το αυτοκίνητό του σε εξευτελιστική τιμή