εξηλασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξηλασμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξεληλασμένος / ἐξεληλαμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξελαύνω (στη σημασία: σφυρηλατώ μέταλλα. Δείτε και έλαση)
Μετοχή[επεξεργασία]
εξηλασμένος, -η, -ο
- (τεχνολογία) που έχει υποστεί εξέλαση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λήμμα extruded στο Αγγλοελληνικό λεξικό όρων Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου με αύξηση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)