εξηλεκτρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξηλεκτρισμένος:
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksi.lek.tɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐λε‐κτρι‐σμέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐η‐λεκ‐τρι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
εξηλεκτρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξηλεκτρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξηλεκτρισμένος
|