εξημερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξημερώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξημερωμένος, -η, -ο
- που έχει εξημερωθεί, που έχει γίνει πιο ήπιος ή που υπακούει σε ανθρώπινες εντολές ή/και έλεγχο ή που ζει δίπλα στον άνθρωπο
- αυτός που ήταν άγριος και έγινε ήμερος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξημερωμένος