εξημερώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξημερώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξημερ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του ἐξημερόω: ξεχερσώνω γη, με ελληνιστική σημασία: εξανθρωπίζω) + -ώνω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + ημερώνω < ήμερος. Διαφορετικής σημασίας το μεσαιωνικό ἐξημερώνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksi.meˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐με‐ρώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐η‐με‐ρώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]εξημερώνω, αόρ.: εξημέρωσα, παθ.φωνή: εξημερώνομαι, π.αόρ.: εξημερώθηκα, μτχ.π.π.: εξημερωμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεξημέρωτος
- εξημέρωμα
- εξημερωμένος
- εξημέρωση
- → και δείτε τη λέξη ήμερος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξημερώνω | εξημέρωνα | θα εξημερώνω | να εξημερώνω | εξημερώνοντας | |
β' ενικ. | εξημερώνεις | εξημέρωνες | θα εξημερώνεις | να εξημερώνεις | εξημέρωνε | |
γ' ενικ. | εξημερώνει | εξημέρωνε | θα εξημερώνει | να εξημερώνει | ||
α' πληθ. | εξημερώνουμε | εξημερώναμε | θα εξημερώνουμε | να εξημερώνουμε | ||
β' πληθ. | εξημερώνετε | εξημερώνατε | θα εξημερώνετε | να εξημερώνετε | εξημερώνετε | |
γ' πληθ. | εξημερώνουν(ε) | εξημέρωναν εξημερώναν(ε) |
θα εξημερώνουν(ε) | να εξημερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξημέρωσα | θα εξημερώσω | να εξημερώσω | εξημερώσει | ||
β' ενικ. | εξημέρωσες | θα εξημερώσεις | να εξημερώσεις | εξημέρωσε | ||
γ' ενικ. | εξημέρωσε | θα εξημερώσει | να εξημερώσει | |||
α' πληθ. | εξημερώσαμε | θα εξημερώσουμε | να εξημερώσουμε | |||
β' πληθ. | εξημερώσατε | θα εξημερώσετε | να εξημερώσετε | εξημερώστε | ||
γ' πληθ. | εξημέρωσαν εξημερώσαν(ε) |
θα εξημερώσουν(ε) | να εξημερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξημερώσει | είχα εξημερώσει | θα έχω εξημερώσει | να έχω εξημερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξημερώσει | είχες εξημερώσει | θα έχεις εξημερώσει | να έχεις εξημερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξημερώσει | είχε εξημερώσει | θα έχει εξημερώσει | να έχει εξημερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξημερώσει | είχαμε εξημερώσει | θα έχουμε εξημερώσει | να έχουμε εξημερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξημερώσει | είχατε εξημερώσει | θα έχετε εξημερώσει | να έχετε εξημερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξημερώσει | είχαν εξημερώσει | θα έχουν εξημερώσει | να έχουν εξημερώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξημερώνομαι | εξημερωνόμουν(α) | θα εξημερώνομαι | να εξημερώνομαι | ||
β' ενικ. | εξημερώνεσαι | εξημερωνόσουν(α) | θα εξημερώνεσαι | να εξημερώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εξημερώνεται | εξημερωνόταν(ε) | θα εξημερώνεται | να εξημερώνεται | ||
α' πληθ. | εξημερωνόμαστε | εξημερωνόμαστε εξημερωνόμασταν |
θα εξημερωνόμαστε | να εξημερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξημερώνεστε | εξημερωνόσαστε εξημερωνόσασταν |
θα εξημερώνεστε | να εξημερώνεστε | (εξημερώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξημερώνονται | εξημερώνονταν εξημερωνόντουσαν |
θα εξημερώνονται | να εξημερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξημερώθηκα | θα εξημερωθώ | να εξημερωθώ | εξημερωθεί | ||
β' ενικ. | εξημερώθηκες | θα εξημερωθείς | να εξημερωθείς | εξημερώσου | ||
γ' ενικ. | εξημερώθηκε | θα εξημερωθεί | να εξημερωθεί | |||
α' πληθ. | εξημερωθήκαμε | θα εξημερωθούμε | να εξημερωθούμε | |||
β' πληθ. | εξημερωθήκατε | θα εξημερωθείτε | να εξημερωθείτε | εξημερωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξημερώθηκαν εξημερωθήκαν(ε) |
θα εξημερωθούν(ε) | να εξημερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξημερωθεί | είχα εξημερωθεί | θα έχω εξημερωθεί | να έχω εξημερωθεί | εξημερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξημερωθεί | είχες εξημερωθεί | θα έχεις εξημερωθεί | να έχεις εξημερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξημερωθεί | είχε εξημερωθεί | θα έχει εξημερωθεί | να έχει εξημερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξημερωθεί | είχαμε εξημερωθεί | θα έχουμε εξημερωθεί | να έχουμε εξημερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξημερωθεί | είχατε εξημερωθεί | θα έχετε εξημερωθεί | να έχετε εξημερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξημερωθεί | είχαν εξημερωθεί | θα έχουν εξημερωθεί | να έχουν εξημερωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξημερωμένος - είμαστε, είστε, είναι εξημερωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξημερωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξημερωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξημερωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξημερωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξημερωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξημερωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ρήματα σε -ώνω
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)