εξηντάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εξηντάρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksinˈda.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξη‐ντά‐ρη
ομόηχο: εξηντάρι

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εξηντάρη αρσενικό