εξηντάρηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εξηντάρηδες

  1. εξηντάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. εξηντάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. εξηντάρης, στην κλητική του πληθυντικού