εξιλεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξιλεώνω < αρχαία ελληνική ἐξιλεῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξιλεώνω, παθητικό: εξιλεώνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]