εξιλεώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξιλεώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιλεώνω
- θα εξιλεώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιλεώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξιλεώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιλέωση