εξισορροπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξισορροπώ < εξ- + ισορροπώ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξισορροπώ (παθητική φωνή: εξισορροπούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]