εξιστορήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξιστορήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εξιστόρηση
- εναλλακτικά: εξιστόρησης
εξιστορήσεως θηλυκό