εξιστορήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιστορήσιμος η εξιστορήσιμη το εξιστορήσιμο
      γενική του εξιστορήσιμου της εξιστορήσιμης του εξιστορήσιμου
    αιτιατική τον εξιστορήσιμο την εξιστορήσιμη το εξιστορήσιμο
     κλητική εξιστορήσιμε εξιστορήσιμη εξιστορήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιστορήσιμοι οι εξιστορήσιμες τα εξιστορήσιμα
      γενική των εξιστορήσιμων των εξιστορήσιμων των εξιστορήσιμων
    αιτιατική τους εξιστορήσιμους τις εξιστορήσιμες τα εξιστορήσιμα
     κλητική εξιστορήσιμοι εξιστορήσιμες εξιστορήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξιστορήσιμος < (εξιστορώ) εξιοστορησ- + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εξιστορήσιμος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]