εξιτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξιτάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική exit(er) + -άρω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξιτάρω