εξογκώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoŋˈɡo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐γκώ‐νο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ογ‐κώ‐νο‐μαι
ομόηχο: εξογκώνομε

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξογκώνομαι